- θανατούσια
- θᾰνᾰτούσια (sc. ἱερά), τά,A a feast of the dead, Luc.VH2.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θανατούσια — θανατούσια, τὰ (Α) εορτή τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. θανατούσια, ενν. ιερά < θάνατος, κατά το γερουσία] … Dictionary of Greek
θανατούσια — a feast of the dead neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)